ορνιθοτροφείο

ορνιθοτροφείο
το (Α ὀρνιθοτροφεῑον)
[ορνιθοτρόφος]
τόπος όπου εκτρέφονται όρνιθες|| νεοελλ. χώρος ή κτήριο το οποίο προορίζεται για την εγκατάσταση και την εκτροφή πουλερικών σε μεγάλη κλίμακα, πτηνοτροφείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ορνιθοτροφείο — το εγκατάσταση για διατροφή και πολλαπλασιασμό πουλερικών: Τα αβγά της αγοράς είναι από ορνιθοτροφεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτηνοτροφία — Εκτροφή πουλερικών, για παραγωγή αβγών ή κρέατος, καθώς και για την επίτευξη βελτιωμένων αναπαραγωγικών φυλών. Η π., που κατά μεγάλο μέρος πραγματοποιείται σήμερα με εμπειρικές μεθόδους, εδώ και μερικές δεκαετίες αναπτύχθηκε σημαντικά σε διάφορες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”